- ἀνακάμψεων
- ἀνακάμψεω̆ν , ἀνάκαμψιςa bending backfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυπιοθλίπτης — ο, Ν 1. (μηχανολ.) στοιχείο προσαρμοσμένο σε στέλεχος ή άξονα που κινείται στο εσωτερικό μηχανής ή κυκλώματος νερού ή ατμού και χρησιμεύει για την εξασφάλιση στεγανότητας 2. φρ. «στυπιοθλίπτης λαβυρίνθου» σειρά διαφραγμάτων προσαρμοσμένων στην… … Dictionary of Greek